δυσήνεμος

δυσήνεμος
δυσήνεμος, -ον (Α)
αυτός που προσβάλλεται από ορμητικούς ανέμους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • άνεμος — ο (AM ἄνεμος) 1. ρεύμα αέρα που προκαλείται απο φυσικά αίτια, βίαιη μετακίνηση του αέρα προς μια κατεύθυνση 2. μτφ. άσκοπη ασχολία, ματαιοπονία, ματαιότητα μσν. νεοελλ. (κατ’ ευφημισμό) διάβολος, δαίμονας νεοελλ. φρ. «πάει κατ’ ανέμου» ή «πάει τ’ …   Dictionary of Greek

  • ουδαίος — Μυθολογικό πρόσωπο. Γεννήθηκε από τα δόντια του δράκου, που τα έσπειρε ο Κάδμος. Ο Ο. θεωρείται πρόδρομος του μάντη Τειρεσία. * * * οὐδαῑος, αία, ον, θηλ. και ος (Α) 1. αυτός που βρίσκεται πάνω στη γη, γήινος («χάσματος οὐδαίοιο δυσήνεμος ἔρχεται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”